- καθάρσιον
- καθάρσιοςcleansingmasc/fem acc sgκαθάρσιοςcleansingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καθάρσιον — Καθάρσιος cleansing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάρσιος — ο (AM καθάρσιος, ον) 1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ. β. «φόνου δὲ τοῡδ ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν) καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί… … Dictionary of Greek
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
PHARMACI — dicebantur olim οἱ τὰς πόλεις καθαίροντες, qui Urbes lustrabant. Eustathius ad Odyss. χ. Ο῞τι δε καὶ δἰ αἵματος ἦν κάθαρσις, αἱ ἱςτορίαι δηλοῦσιν, ὁποῖα καὶ ἡ τῶ φονἐων. οἳ αἵματι νιπτόμενει καθάρσιον ἕιχον αὐτὸ. λέγονται δὲ οἱ περὶ τὴν τοιαύτην… … Hofmann J. Lexicon universale
Ξανθικά — Ξανθικά, τὰ (Α) [Ξανθικός] (κατά τον Ησύχ.) «ἑορτὴ Μακεδόνων, ἡ Ξανθικοῡ μηνὸς ἀγομένη ἔστι δὲ καθάρσιον τῶν στρατευμάτων» … Dictionary of Greek
μαγμός — μαγμός, ὁ (Α) 1. απόμαξη, καθάρισμα, σφούγγισμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ καθάρσιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ (πρβλ. ἐ μάγ ην, παθ. αόρ. τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek
προκαθάρσιον — τὸ, Α το μέσο για την προπαρασκευαστική κάθαρση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθάρσιον] … Dictionary of Greek